- κλαγγάνω
- κλαγγάνω (Α) [κλαγγή]1. (για πτηνά) κρώζω («ὅπου τις ὄρνις οὐχί κλαγγάνει», Σοφ.)2. πιθ. αναδίδω οξύ ήχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
επανακλαγγάνω — ἐπανακλαγγάνω (Α) (για σκυλί) υλακτώ, γαβγίζω συνεχώς, επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + κλαγγάνω (< κλαγγή «κραυγή, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
υποκλαγγάνω — Α ὑποκλάζω (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλαγγάνω «κρώζω»] … Dictionary of Greek